ὑμνοποιός: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> [[υμνωδός]], [[υμνολόγος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοποιός]]<br />[[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> [[υμνωδός]], [[υμνολόγος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοποιός]]<br />[[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑμνοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοποιός]], ὁ, [[ποιητής]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making hymns, Μοῦσα E.Rh.651: Subst. -ποιός, ὁ, minstrel, Id.Supp.180:—hence ὑμνο-ποιέομαι, sing hymns of praise, Sm.Ps.55(56).11.
German (Pape)
[Seite 1179] Hymnen dichtend; Eur. Suppl. 192; ἡ, Rhes. 651.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ὕμνους, Μοῦσαι Εὐρ. Ρῆσ. 651· ὡς οὐσιαστ. ὑμνοποιός, ὁ ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 180.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοποιός poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. υμνωδός, υμνολόγος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοποιός
ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ποιός].
Greek Monotonic
ὑμνοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. ὑμνοποιός, ὁ, ποιητής, σε Ευρ.