Ὑακίνθια: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα / [[Ὑακίνθια]], ΝΑ, και κρητ. τ. Fακίνθια Α [[Ὑάκινθος]]<br />(ενν. <i>ιερά</i>) (στην [[αρχαιότητα]]) [[μεγάλη]] τριήμερη ετήσια [[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Υακίνθου και του Απόλλωνος, την οποία τελούσαν στις Αμύκλες της Σπάρτης [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα. | |mltxt=τα / [[Ὑακίνθια]], ΝΑ, και κρητ. τ. Fακίνθια Α [[Ὑάκινθος]]<br />(ενν. <i>ιερά</i>) (στην [[αρχαιότητα]]) [[μεγάλη]] τριήμερη ετήσια [[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Υακίνθου και του Απόλλωνος, την οποία τελούσαν στις Αμύκλες της Σπάρτης [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ὑᾰκίνθια:''' [ῠ], (ενν. [[ἱερά]]), τά, [[γιορτή]] των Λακεδαιμονίων προς [[τιμή]] του Υάκινθου, που διεξαγόταν τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τά (sc. ἱερά), a Laconian festival in honour of Hyacinthus, Hdt.9.7,11, Th.5.23, X.HG4.5.11, etc.; Cretan φᾰκίνθια SIG56.17 (Argos, v B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὑακίνθια: (ἐξυπακ. ἱερά, τά, ἑορτή τις τῶν Λακεδαιμονίων εἰς τιμὴν τοῦ Ὑακίνθου τελουμένη κατὰ τὸν μῆνα Ἑκατομβαιῶνα, Ἡρόδ. 9. 6, 11, Θουκ. 5. 23, Ξεν., κλπ., πρβλ. Müller. Δωρ. 2. 8. § 15, Πολυκράτ. κατὰ Δίδυμ. τὸν Γραμματικὸν παρ’ Ἀθην. 139D, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fête d’Hyakinthos à Lacédémone.
Étymologie: Ὑάκινθος.
Greek Monolingual
τα / Ὑακίνθια, ΝΑ, και κρητ. τ. Fακίνθια Α Ὑάκινθος
(ενν. ιερά) (στην αρχαιότητα) μεγάλη τριήμερη ετήσια γιορτή προς τιμήν του Υακίνθου και του Απόλλωνος, την οποία τελούσαν στις Αμύκλες της Σπάρτης κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα.
Greek Monotonic
Ὑᾰκίνθια: [ῠ], (ενν. ἱερά), τά, γιορτή των Λακεδαιμονίων προς τιμή του Υάκινθου, που διεξαγόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.