φιλαπόδημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλαπόδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, [[ταξιδιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόδημος]] «ξενιτεμένος»].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλαπόδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, [[ταξιδιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόδημος]] «ξενιτεμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰπόδημος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπόδημος Medium diacritics: φιλαπόδημος Low diacritics: φιλαπόδημος Capitals: ΦΙΛΑΠΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: philapódēmos Transliteration B: philapodēmos Transliteration C: filapodimos Beta Code: filapo/dhmos

English (LSJ)

ον,

   A fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.

German (Pape)

[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.