φιλοσκώμμων: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον ΝΜΑ<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκώμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκῶμμα]] «[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]»)].
|mltxt=-ον ΝΜΑ<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκώμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκῶμμα]] «[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοσκώμμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσκώμμων Medium diacritics: φιλοσκώμμων Low diacritics: φιλοσκώμμων Capitals: ΦΙΛΟΣΚΩΜΜΩΝ
Transliteration A: philoskṓmmōn Transliteration B: philoskōmmōn Transliteration C: filoskommon Beta Code: filoskw/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A fond of scoffing or jesting, Hdt.2.174, Plu.Sull.2, App.Sam.7.2, Luc.Tim.46. Adv. -μόνως Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ονος, Spott liebend, gern spottend, Her. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκώμμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Ε΄, 161.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à railler, moqueur.
Étymologie: φίλος, σκώπτω.

Greek Monolingual

-ον ΝΜΑ
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)].

Greek Monotonic

φῐλοσκώμμων: -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.