χήρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α [[χήρα]]<br />αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α [[χήρα]]<br />αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χήρειος:''' -α, -ον ([[χήρα]]), χηρευμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήρειος Medium diacritics: χήρειος Low diacritics: χήρειος Capitals: ΧΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: chḗreios Transliteration B: chēreios Transliteration C: chireios Beta Code: xh/reios

English (LSJ)

α, ον,

   A widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.

German (Pape)

[Seite 1354] verwittwe't, verwais't, χήρεια λέκ τ ρα Antiphil. 11 (IX, 192).

Greek (Liddell-Scott)

χήρειος: -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de veuf, de veuve.
Étymologie: χῆρος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α χήρα
αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χήρειος: -α, -ον (χήρα), χηρευμένος, σε Ανθ.