φερέκακος: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>λυσί</i>-<i>κακος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>λυσί</i>-<i>κακος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φερέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.
German (Pape)
[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.
Greek (Liddell-Scott)
φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί-κακος, λυσί-κακος].
Greek Monotonic
φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.