φερέπονος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
φερέπονον,
A bringing toil and trouble, ἀμπλακίαι Pi.P.2.31.
II bearing toil or bearing hardship, patient of toil, patient of hardship, ἐν ταῖς μάχαις App.Gall.1.3; τὸ φ. τῆς ψυχῆς Them.Or.11.149d, cf. Eust.1488.44. Adv. Sup. φερεπονώτατα App.Mith.74.
German (Pape)
[Seite 1261] Arbeit, Mühe, Unglück ertragend, bringend, ἀμπλακίαι Pind. P. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui apporte le malheur;
2 qui supporte la fatigue.
Étymologie: φέρω, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
φερέπονος: приносящий страдания (ἀμπλακίαι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φερέπονος: -ον, ὁ φέρων, προξενῶν, ἐπιφέρων κόπους ἢ στενοχωρίας, ἀμπλακίαι Πινδ. Π. 2. 6. ΙΙ. ὁ φέρων μεθ’ ὑπομονῆς τοὺς πόνους, ὁ ὑπομένων κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Θεμίστ. 149D, Εὐστ. 1488. 44, κλπ.
English (Slater)
φερέπονος, -ον bringing toil αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι pr. (P. 2.31)
Greek Monolingual
-η,-ο / φερέπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός
αρχ.
1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον
η φερεπονία.
επίρρ...
φερεπόνως Μ
με καρτερικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος, παυσίπονος)].
Greek Monotonic
φερέπονος: -ον, αυτός που φέρνει κόπους και στενοχώριες, σε Πίνδ.