φόλλις: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και [[φόλλη]], ἡ, Μ, και [[φόλης]] και [[φόλλος]] Α<br /><b>(βυζ.)</b> επαργυρωμένο χάλκινο [[νόμισμα]] που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 του μιλιαρισίου<br /><b>μσν.</b><br />απροσδιόριστο χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]] ιδιοκτησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>follis</i> «[[φυσερό]], [[είδος]] μικρού νομίσματος»].
|mltxt=-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και [[φόλλη]], ἡ, Μ, και [[φόλης]] και [[φόλλος]] Α<br /><b>(βυζ.)</b> επαργυρωμένο χάλκινο [[νόμισμα]] που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 του μιλιαρισίου<br /><b>μσν.</b><br />απροσδιόριστο χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]] ιδιοκτησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>follis</i> «[[φυσερό]], [[είδος]] μικρού νομίσματος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φόλλις:''' -εως, ὁ, το Λατ. [[follis]], φυσητήρι, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλις Medium diacritics: φόλλις Low diacritics: φόλλις Capitals: ΦΟΛΛΙΣ
Transliteration A: phóllis Transliteration B: phollis Transliteration C: follis Beta Code: fo/llis

English (LSJ)

εως, ὁ, Lat.

   A follis, bellows, AP9.528 (Pall.).    II a small coin, 1/288 of a solidus, OGI521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), Procop. Arc.25, Suid., Eust.136.13.    III property-tax, Zos.2.38, Cod.Just.12.2.2.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., χώνη φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528).

Greek (Liddell-Scott)

φόλλις: -εως, ὁ, τὸ Λατ. follis, φῦσα, φυσητήριον, «μουχάνι», Ἀνθ. Π. 9. 528. ΙΙ. μικρόν τι νόμισμα, = ὀβολός, Εὐστ. 136. 13, Σουΐδ., ἀλλὰ καὶ ποσόν τι χρημάτων ἀδήλου ἀξίας. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1 ἴδε Heinich. ἐν τόπῳ, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 292.

Greek Monolingual

-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α
(βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 του μιλιαρισίου
μσν.
απροσδιόριστο χρηματικό ποσό
αρχ.
1. φυσερό
2. φόρος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. follis «φυσερό, είδος μικρού νομίσματος»].

Greek Monotonic

φόλλις: -εως, ὁ, το Λατ. follis, φυσητήρι, σε Ανθ.