φιλοποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(45)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποίμνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] «[[κοπάδι]] προβάτων»)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποίμνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] «[[κοπάδι]] προβάτων»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοποίμνιος:''' -ον ([[ποίμνη]]), αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]] ([[πλήθος]] πιστών), σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].

Greek Monotonic

φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.