φυγοπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φυγοπόλεμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φυγοπόλεμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠγοπτόλεμος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>[[φυγοπόλεμος]]</i>, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, [[δειλός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγοπτόλεμος Medium diacritics: φυγοπτόλεμος Low diacritics: φυγοπτόλεμος Capitals: ΦΥΓΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: phygoptólemos Transliteration B: phygoptolemos Transliteration C: fygoptolemos Beta Code: fugopto/lemos

English (LSJ)

ον, poet. for Φυγοπόλεμος,

   A shunning war, cowardly, Od.14.213, Q.S.1.740.

German (Pape)

[Seite 1312] poet, statt φυγοπόλεμος, den Krieg scheuend, feig, Od. 14, 213 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φυγοπόλεμος, ὁ ἀποφεύγων τὸν πόλεμον, δειλός, Ὀδ. Ξ. 213, Κόϊντ. Σμ. 1. 740.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit la guerre.
Étymologie: φεύγω, πτόλεμος.

English (Autenrieth)

battle-fleeing, cowardly, Od. 14.213†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος.

Greek Monotonic

φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. αντί φυγοπόλεμος, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός, σε Ομήρ. Οδ.