φυγοπόλεμος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
-η, -ο / φυγοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α
αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός
νεοελλ.
στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες
αρχ.
(για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο («φυγοπόλεμος τρόπος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αόρ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φιλοπόλεμος)].
German (Pape)
den Krieg scheuend, feig, Od. 14.213 und sp.D.