χειμαρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[χειμαρρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους</i> / [[χείμαρρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[ορμητικός]] σαν [[χείμαρρος]] (α. «[[είναι]] [[χειμαρρώδης]] στις αντιδράσεις του» β. «[[χειμαρρώδης]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ευφράδης («[[χειμαρρώδης]] [[ρήτορας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει σαν [[χείμαρρος]].
|mltxt=-ες / [[χειμαρρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους</i> / [[χείμαρρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[ορμητικός]] σαν [[χείμαρρος]] (α. «[[είναι]] [[χειμαρρώδης]] στις αντιδράσεις του» β. «[[χειμαρρώδης]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ευφράδης («[[χειμαρρώδης]] [[ρήτορας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρέει σαν [[χείμαρρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμαρρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμαρρώδης Medium diacritics: χειμαρρώδης Low diacritics: χειμαρρώδης Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: cheimarrṓdēs Transliteration B: cheimarrōdēs Transliteration C: cheimarrodis Beta Code: xeimarrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος. {{grml |mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος. }}

Greek Monotonic

χειμαρρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.