χλοαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πρασινωπή [[λάμψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλόη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτ</i>-<i>αυγής</i>, <i>φωτ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει πρασινωπή [[λάμψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλόη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτ</i>-<i>αυγής</i>, <i>φωτ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλοαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που έχει χλοερή [[λάμψη]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d’un vert tendre ou d’un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.