χλοαυγής
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
χλοαυγές, with a greenish lustre, Luc.Dom.11.
German (Pape)
[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d'un vert tendre ou d'un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.
Russian (Dvoretsky)
χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκταυγής, φωταυγής].
Greek Monotonic
χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.