χωρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> χωρείδιον, τὸ, Α<br />υποκορ. του [[χωρίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τροχ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> χωρείδιον, τὸ, Α<br />υποκορ. του [[χωρίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τροχ</i>-[[ίδιον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χωρίον]], σε Λυσ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρίδιον Medium diacritics: χωρίδιον Low diacritics: χωρίδιον Capitals: ΧΩΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: chōrídion Transliteration B: chōridion Transliteration C: choridion Beta Code: xwri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A χωρίον 3, Lys.19.28, Plu.Cat.Ma.2; written χωρείδιον IG7.2808.8 (Hyettus, iii A. D.) [ῑ in Com. ap. POxy.1803.23].

German (Pape)

[Seite 1388] τό, dim. von χωρίον; μικρόν Lys. 10, 28; Plut. Cat. mai. 2.

Greek (Liddell-Scott)

χωρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χωρίον, Λυσί. 155. 27, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χωρίον.

Greek Monolingual

και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α
υποκορ. του χωρίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. τροχ-ίδιον)].

Greek Monotonic

χωρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χωρίον, σε Λυσ., Πλούτ.