φελλόπους: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-πουν, Α<br />αυτός που έχει φέλλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φελλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-[[πους]]].
|mltxt=-πουν, Α<br />αυτός που έχει φέλλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φελλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-[[πους]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φελλόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φελλόπους Medium diacritics: φελλόπους Low diacritics: φελλόπους Capitals: ΦΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phellópous Transliteration B: phellopous Transliteration C: fellopous Beta Code: fello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A cork-footed, Luc.VH2.4.

German (Pape)

[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.

Greek Monolingual

-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].

Greek Monotonic

φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.