ἄχρωστος: Difference between revisions
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄχρωστος:''' -ον ([[χρώζω]]), [[άθικτος]], <i>χερῶν ἐμῶν</i>, με τα χέρια μου, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄχρωστος:''' -ον ([[χρώζω]]), [[άθικτος]], <i>χερῶν ἐμῶν</i>, με τα χέρια μου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄχρωστος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν [[ἕξει]] χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[ἀχρωμάτιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (χρώζω)
A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831. II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.
German (Pape)
[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρώννυμι.
Spanish (DGE)
-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).
Greek Monolingual
ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].
Greek Monotonic
ἄχρωστος: -ον (χρώζω), άθικτος, χερῶν ἐμῶν, με τα χέρια μου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχρωστος: 1) нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος.