πεώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, Α [[πέος]]<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πέος]] σε [[στύση]].
|mltxt=-ες, Α [[πέος]]<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πέος]] σε [[στύση]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεώδης:''' [[mutoniatus]] Luc.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεώδης Medium diacritics: πεώδης Low diacritics: πεώδης Capitals: ΠΕΩΔΗΣ
Transliteration A: peṓdēs Transliteration B: peōdēs Transliteration C: peodis Beta Code: pew/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with a large πέος, Luc.Lex.12; cf. πεοίδης.

German (Pape)

[Seite 607] ες, mit einem starken männlichen Gliede versehen, Luc. Lex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

πεώδης: -ες, ὁ ἔχων μέγα καὶ ἐξωγκωμένον πέος, ὡσαύτως πεοίδης, Λουκ. Λεξιφάν. 12.

Greek Monolingual

-ες, Α πέος
αυτός που έχει μεγάλο πέος σε στύση.

Russian (Dvoretsky)

πεώδης: mutoniatus Luc.