δύσχυμος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσχυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] χυμό, με άσχημη [[γεύση]]. | |mltxt=[[δύσχυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] χυμό, με άσχημη [[γεύση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσχῡμος:''' неприятный на вкус (ἁλμυρὸς καὶ δ. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-savoured, Arist.GA776a30, Thphr.CP6.12.4.
German (Pape)
[Seite 691] = δύσχυλος; Arist. gener. anim. 4, 8; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχῡμος: -ον, δύσχυλος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 8, 3, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 4.
Spanish (DGE)
-ον
de sabor desagradable τὸ λοιπὸν ἁλμυρὸν ... καὶ δύσχυμον de alimentos, Arist.GA 776a30, δ. τῇ γεύσει Thphr.Od.11, οἱ ... κητώδεις Xenocr. en Orib.2.58.6.
Greek Monolingual
δύσχυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακό χυμό, με άσχημη γεύση.
Russian (Dvoretsky)
δύσχῡμος: неприятный на вкус (ἁλμυρὸς καὶ δ. Arst.).