γηροτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(3)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηροτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]) = [[γηροβοσκός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''γηροτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]) = [[γηροβοσκός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γηροτρόφος:''' <b class="num">1)</b> Eur. = [[γηροβοσκός]];<br /><b class="num">2)</b> относящийся к обеспеченной старости: γ. [[ἐλπίς]] Pind. ap. Plat., Plut. надежда на обеспеченную старость.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γηροτρόφος: -ον, (τρέφω) = γηροβοσκός, Εὐρ. Ἀλκ. 668· γηρ. ἐλπὶς Πίνδ. Ἀποσπ. 233, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2240.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. γηροβοσκός.
Étymologie: γῆρας, τρέφω.

English (Slater)

γηροτρόφος, -ον
   1 nurse of old age γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 del cuidado o atención en la vejez, ἐλπίς Pi.Fr.214, cf. GVI 1420.10 (Quíos I a.C.), χάρις IMEG 83.10 (III/II a.C.), TAM 5.636.6 (Daldis I d.C.).
2 subst. ὁ γ. persona que sustenta en la vejez ref. los hijos κείνου λέγω καὶ παῖδά μ' εἶναι καὶ φίλον γηροτρόφον de aquel yo me declaro hijo y sustentador de su vejez E.Alc.668, cf. SEG 24.454.3 (Dodona IV/III a.C.), Longus 3.9.1.

Greek Monolingual

γηροτρόφος, -ον (Α)
γηροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -τρόφος < τρέφω.

Greek Monotonic

γηροτρόφος: -ον (τρέφω) = γηροβοσκός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γηροτρόφος: 1) Eur. = γηροβοσκός;
2) относящийся к обеспеченной старости: γ. ἐλπίς Pind. ap. Plat., Plut. надежда на обеспеченную старость.