εὔχορδος: Difference between revisions
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ. | |lsmtext='''εὔχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔχορδος:''' с певучими струнами ([[λύρα]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A well-strung, λύρα Pi.N.10.21.
German (Pape)
[Seite 1110] λύρα, wohlbesaitet, Pind. N. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχορδος: -ον, ἐπὶ λύρας, ἡ καλὰς χορδὰς ἔχουσα, Πινδ. Ν. 10 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux cordes sonores, harmonieuses.
Étymologie: εὖ, χορδή.
English (Slater)
εὔχορδος, -ον
1 well strung, melodious ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21)
Greek Monolingual
εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
Greek Monotonic
εὔχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχορδος: с певучими струнами (λύρα Pind.).