περσίζω: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(32) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[Πέρσης]]<br />έχω τα [[ίδια]] φρονήματα με τους Πέρσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] περσικά<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Πέρσες στην [[αμφίεση]] και στη [[συμπεριφορά]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Περσεύς]]<br />[[υποστηρίζω]] τον Περσέα. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[Πέρσης]]<br />έχω τα [[ίδια]] φρονήματα με τους Πέρσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] περσικά<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Πέρσες στην [[αμφίεση]] και στη [[συμπεριφορά]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Περσεύς]]<br />[[υποστηρίζω]] τον Περσέα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περσίζω:''' говорить по-персидски: διὰ τοῦ περσίζοντος ἑρμηνέως Xen. через говорящего по-персидски переводчика. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 603] persisch gesinnt sein, in politischer Hinsicht es mit den Persern halten, den Persern in Sitten, Tracht, Lebensart nachahmen, persisch sprechen, die persische Sprache verstehen, Xen. An. 4, 5, 34 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
parler la langue persane.
Étymologie: Πέρσης².
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ Πέρσης
έχω τα ίδια φρονήματα με τους Πέρσες
αρχ.
1. μιλώ περσικά
2. μιμούμαι τους Πέρσες στην αμφίεση και στη συμπεριφορά.———————— (II)
Α Περσεύς
υποστηρίζω τον Περσέα.
Russian (Dvoretsky)
περσίζω: говорить по-персидски: διὰ τοῦ περσίζοντος ἑρμηνέως Xen. через говорящего по-персидски переводчика.