δυωδεκάβοιος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυωδεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει όσο [[δώδεκα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δυωδεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει όσο [[δώδεκα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυωδεκάβοιος:''' равный по стоимости двадцати быкам ([[τρίπους]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A worth twelve oxen, Il.23.703.
German (Pape)
[Seite 693] zwölf Rinder werth, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 29 Δυωδεκάβοιον· δυόδεκα βοῶν ἄξιον; Homer einmal, Iliad. 23, 708. Vgl. τεσσαράβοιος, ἐννεάβοιος, ἐεικοσάβοιος, ἑκατόμβοιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vaut douze bœufs.
Étymologie: δυώδεκα, βοῦς.
English (Autenrieth)
worth twelve oxen, Il. 23.703†.
Greek Monolingual
δυωδεκάβοιος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια.
Greek Monotonic
δυωδεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δυωδεκάβοιος: равный по стоимости двадцати быкам (τρίπους Hom.).