δυωδεκάβοιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυωδεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει όσο [[δώδεκα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δυωδεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει όσο [[δώδεκα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυωδεκάβοιος:''' равный по стоимости двадцати быкам ([[τρίπους]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠωδεκάβοιος Medium diacritics: δυωδεκάβοιος Low diacritics: δυωδεκάβοιος Capitals: ΔΥΩΔΕΚΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: dyōdekáboios Transliteration B: dyōdekaboios Transliteration C: dyodekavoios Beta Code: duwdeka/boios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A worth twelve oxen, Il.23.703.

German (Pape)

[Seite 693] zwölf Rinder werth, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 29 Δυωδεκάβοιον· δυόδεκα βοῶν ἄξιον; Homer einmal, Iliad. 23, 708. Vgl. τεσσαράβοιος, ἐννεάβοιος, ἐεικοσάβοιος, ἑκατόμβοιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut douze bœufs.
Étymologie: δυώδεκα, βοῦς.

English (Autenrieth)

worth twelve oxen, Il. 23.703†.

Greek Monolingual

δυωδεκάβοιος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια.

Greek Monotonic

δυωδεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δυωδεκάβοιος: равный по стоимости двадцати быкам (τρίπους Hom.).