μάρις: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάρις]], -εως, ὁ (Α)<br />[[μέτρο]] ρευστών το οποίο χωρούσε έξι κοτύλες ή [[δέκα]] [[χόες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]»]. | |mltxt=[[μάρις]], -εως, ὁ (Α)<br />[[μέτρο]] ρευστών το οποίο χωρούσε έξι κοτύλες ή [[δέκα]] [[χόες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρις:''' εως ὁ марей (мера жидкостей = 6 κοτύλαι, т. е. 1.644 л) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ, a liquid measure, containing six κοτύλαι, Arist.HA 596a6, Poll.10.184; or ten χόες, Polyaen.4.3.32.
German (Pape)
[Seite 95] εως, ὁ, ein Maaß für flüssige Dinge, nach Einigen sechs κοτύλαι, nach Anderen zehn χόες, Arist. H. A. 8, 9; Polyaen. 4, 3, 32; Poll. 10, 184.
Greek (Liddell-Scott)
μάρις: -εως, ὁ, μέτρον ὑγρῶν περιλαμβάνον ἓξ κοτύλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 9, 1, Πολυδ. Ι΄, 184· ἢ δέκα, Πολύαιν. 4. 3, 32. Παρ’ Ἡσυχ. ἡ λ. εἶναι ὀξύτονος καὶ ἑρμηνεύεται: «μαρίς· ἓξ κοτύλας· καλεῖται δὲ ὁμωνύμως καὶ τὸ μακρὸν πέπερι».
Greek Monolingual
μάρις, -εως, ὁ (Α)
μέτρο ρευστών το οποίο χωρούσε έξι κοτύλες ή δέκα χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάρη «χέρι»].
Russian (Dvoretsky)
μάρις: εως ὁ марей (мера жидкостей = 6 κοτύλαι, т. е. 1.644 л) Arst.