ὀξύτονος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ὀξύτονον,
A sharp-sounding, piercing. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.El.243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.Aj.631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.Ph.1093 (lyr.).
II sung to a high note, D.H.Comp.11; oxytone, having the acute accent, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron. 33.24, al. Adv. ὀξυτόνως = in a sharp-sounding manner, sung to a high note, with the acute accent, pronounced with an acute, signed with the acute accent, pronounced with the acute accent ib.29.2, S.E.M.1.222, Eust.41.4.
III Subst. ὀξύτονον, τό, v. ὀξύγονον.
German (Pape)
[Seite 355] 1) = ὀξυτενής, scharf angespannt; πνεῦμα, Soph. Phil. 1082; γόος, El. 236; ᾠδαί; Ai. 618. – 2) bei den Gramm. mit dem Akut auf der letzten Sylbe bezeichnet u. ausgesprochen; auch adv., ὀξυτόνως λέγει τὸν λαγών, Ath. IX, 400 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au son aigu ; aigu, perçant;
2 t. de gramm. frappé d'un accent aigu (ὀξεῖα) sur la dernière syllabe, oxyton.
Étymologie: ὀξύς, τόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύτονος: (ῠ)
1 пронзительный, громкий (γόοι, ὠδαί Soph.);
2 издающий пронзительный свист, воющий (πνεῦμα Soph.);
3 грам. имеющий ударение на последнем слоге.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύτονος: -ον, ὁ ὀξέως ἠχῶν, διαπεραστικός, ἐπὶ ἤχου, ὀξ. γόοι Σοφ. Ἠλ. 243· ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 630· ὀξυτόνου διὰ πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1093. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς ληγούσης ὀξεῖαν, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. - Ἐπίρρ. ὀξυτόνως, μετὰ ὀξέος τόνου, Εὐστ. 41. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].
Greek Monotonic
ὀξύτονος: -ον, I. αυτός που ηχεί έντονα, διαπεραστικός, λέγεται για ήχο, σε Σοφ.
II. οξύτονος, αυτός που φέρει οξύ τόνο (οξεία), δηλ. φέρει «οξεία» στην τελευταία συλλαβή της λέξης, τη λήγουσα.
Middle Liddell
ὀξύτονος, ον,
I. sharp-sounding, piercing, of sound, Soph.
II. oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.