ὑστερόπους: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑστερόπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>, αυτός που έρχεται [[αργά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑστερόπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>, αυτός που έρχεται [[αργά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑστερόπους:''' 2, gen. ποδος<br /><b class="num">1)</b> медлительный, неторопливый ([[Νέμεσις]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> запаздывающий: [[μῶν]] ὑ. βοηθῶ; Arph. неужели я опоздал с помощью? | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,
A coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έρχεται κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό-πους].
Greek Monotonic
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έρχεται αργά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑστερόπους: 2, gen. ποδος
1) медлительный, неторопливый (Νέμεσις Anth.);
2) запаздывающий: μῶν ὑ. βοηθῶ; Arph. неужели я опоздал с помощью?