προκαταστροφή: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(34)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προκαταστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[πρόωρος]] [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> [[θάνατος]] [[πριν]] από τον θάνατο άλλων.
|mltxt=ἡ, Α [[προκαταστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[πρόωρος]] [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> [[θάνατος]] [[πριν]] από τον θάνατο άλλων.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαταστροφή:''' ἡ (sc. βίου) безвременная смерть (τοῦ τελευτήσαντος Epicur. ap. Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταστροφή Medium diacritics: προκαταστροφή Low diacritics: προκαταστροφή Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: prokatastrophḗ Transliteration B: prokatastrophē Transliteration C: prokatastrofi Beta Code: prokatastrofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A predecease, ib.40.

German (Pape)

[Seite 729] ἡ, vorhergehende od. zu frühe Umänderung, bes. sc. βίου, frühzeitiger Tod, D. L. 10, 154.

Greek Monolingual

ἡ, Α προκαταστρέφω
1. πρόωρος θάνατος
2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων.

Russian (Dvoretsky)

προκαταστροφή: ἡ (sc. βίου) безвременная смерть (τοῦ τελευτήσαντος Epicur. ap. Diog. L.).