ἀνεύρετος: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύρετος]], -ον) [[ευρίσκω]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει ή [[είναι]] δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύρετος]], -ον) [[ευρίσκω]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει ή [[είναι]] δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεύρετος:''' не могущий быть обнаруженным (ὁ κτείνας Plat.; [[αἰτία]] Plut.; [[νῆσος]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A undiscovered, Pl.Lg.874a, D.S.5.20, Plu.2.700d, POxy.472.14 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 227] nicht aufzufinden, Plat. Legg. IX, 874 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύρετος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut découvrir.
Étymologie: ἀνευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -ρητος PAmh.2.125 praef. (I d.C.)
1 no descubierto ἐὰν ... ὁ κτείνας ... ἀνεύρετος γίγνηται Pl.Lg.874a, ἄνδρες PAmh.l.c., δοῦλος POxy.472.14 (II d.C.). de una isla, D.S.5.20, αἰτία Plu.2.700d, κακία PSI 234.12 (II d.C.).
2 que no puede ser descubierto τὸ καλόν Ph.1.568, βιβλία SB 7378.7 (II d.C.), βίβλοι Corp.Herm.Fr.23.8, ὁ ἀληθὴς λόγος S.E.P.2.167.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεύρετος, -ον) ευρίσκω
εκείνος που δεν έχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύρετος: не могущий быть обнаруженным (ὁ κτείνας Plat.; αἰτία Plut.; νῆσος Diod.).