τεσσαράβοιος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεσσᾰράβοιος:''' -ον (ρᾰ, [[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τεσσᾰράβοιος:''' -ον (ρᾰ, [[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεσσᾰράβοιος:''' оцененный в четыре быка ([[γυνή]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A worth four steers, Il.23.705.
German (Pape)
[Seite 1095] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰράβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de quatre bœufs.
Étymologie: τέσσαρες, βοῦς.
English (Autenrieth)
(βοῦς): worth four cattle, Il. 23.705†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει αξία τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α + -βοιος (< βοῦς, -οός, πρβλ. μυριό-βοιος].
Greek Monotonic
τεσσᾰράβοιος: -ον (ρᾰ, βοῦς), αυτός που αξίζει τέσσερα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰράβοιος: оцененный в четыре быка (γυνή Hom.).