κατάδημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάδημα]], τὸ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br />[[διάδημα]], [[ταινία]] κεφαλιού.
|mltxt=[[κατάδημα]], τὸ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br />[[διάδημα]], [[ταινία]] κεφαλιού.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάδημα:''' ατος τό отверстие или полость (ἀμφορέως Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδημα Medium diacritics: κατάδημα Low diacritics: κατάδημα Capitals: ΚΑΤΑΔΗΜΑ
Transliteration A: katádēma Transliteration B: katadēma Transliteration C: katadima Beta Code: kata/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A band, fastening, Arist.Pr.938a14.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.

Greek Monolingual

κατάδημα, τὸ (Α) καταδέω (Ι)]
διάδημα, ταινία κεφαλιού.

Russian (Dvoretsky)

κατάδημα: ατος τό отверстие или полость (ἀμφορέως Arst.).