ὀρσίπους: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρσίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀρσίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρσίπους:''' ποδος (ῐ) adj. легконогий, быстроногий ([[ἔλαφος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A raising the foot, swift-footed, ἔλαφοι AP15.27 (Simm.); ὀ. βοή stirring the feet to flight, Trag.Adesp.245.
German (Pape)
[Seite 387] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσίπους: [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν πόδα, ὠκύπους, ταχύς, ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· ὀρσίπους βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui meut ses pieds, agile.
Étymologie: ὄρνυμι, πούς.
Greek Monolingual
ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.
Greek Monotonic
ὀρσίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύς στα πόδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρσίπους: ποδος (ῐ) adj. легконогий, быстроногий (ἔλαφος Anth.).