νήπτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήπτης]], ὁ (Α) [[νήφω]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]].
|mltxt=[[νήπτης]], ὁ (Α) [[νήφω]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νήπτης:''' ου adj. m воздержный, сдержанный ([[ἀγχίνους]] καὶ ν. Polyb.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήπτης Medium diacritics: νήπτης Low diacritics: νήπτης Capitals: ΝΗΠΤΗΣ
Transliteration A: nḗptēs Transliteration B: nēptēs Transliteration C: niptis Beta Code: nh/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (νήφω)

   A sober, discreet, Plb.10.3.1, D.S.30.3, 33.21a, Onos.1.1, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 253] ὁ (νήφω), der Nüchterne, Pol. 10, 3, 1. 27, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

νήπτης: -ου, ὁ, νηφάλιος, ἄνθρωπος μὲ διάκρισιν, σώφρων, Πολύβ. 10. 3, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 578. 58.

Greek Monolingual

νήπτης, ὁ (Α) νήφω
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος.

Russian (Dvoretsky)

νήπτης: ου adj. m воздержный, сдержанный (ἀγχίνους καὶ ν. Polyb.).