ὑϊδοῦς: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑϊδοῦς:''' -οῦ, ὁ ([[υἱός]]), όπως το <i>ὑϊδεύς</i>, [[εγγονός]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''ὑϊδοῦς:''' -οῦ, ὁ ([[υἱός]]), όπως το <i>ὑϊδεύς</i>, [[εγγονός]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑϊδοῦς:''' οῦ ὁ внук Xen., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (υἱός)
A son's son, grandson, Pl.Lg.925a, X.An.5.6.37, D.43.73; written υἱιδοῦς in Arist.HA585b34, Paus.4.15.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑϊδοῦς: -οῦ, ὁ, (ὑιὸς) ὡς τὸ υἱδεύς, υἱὸς υἱοῦ, ἔγγονος, Πλάτ. Νόμ. 925Α, Ξεν. Ἀν. 5 6, 37, Δημ. 1075. 28· φέρεται υἱϊδοῦς παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6, Παυσ. 4. 15. 32. - Ἡ αὐτὴ ποικιλία ἀπαντᾷ ἐν τοῖς λοιποῖς τύποις, ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἓν μόνον ι, δηλ. ὑΐδιον, οὐχὶ υἱΐδιον, τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ., τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Κ. σ. 83.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
Greek Monotonic
ὑϊδοῦς: -οῦ, ὁ (υἱός), όπως το ὑϊδεύς, εγγονός, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑϊδοῦς: οῦ ὁ внук Xen., Plat.