ἐκπροθυμέομαι: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπροθυμέομαι:''' [[δείχνω]] εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα [[ένθερμος]] ή [[ενθουσιώδης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκπροθυμέομαι:''' [[δείχνω]] εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα [[ένθερμος]] ή [[ενθουσιώδης]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπροθῡμέομαι:''' страстно желать (ἀπηλλάχθαι τινός Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροθῡμέομαι Medium diacritics: ἐκπροθυμέομαι Low diacritics: εκπροθυμέομαι Capitals: ΕΚΠΡΟΘΥΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ekprothyméomai Transliteration B: ekprothymeomai Transliteration C: ekprothymeomai Beta Code: e)kproqume/omai

English (LSJ)

strengthd. for προθυμέομαι, E.Ph.1678.

German (Pape)

[Seite 776] verstärktes προθυμέομαι, praes. c. inf., Eur. Phoen. 1678.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροθυμέομαι: ἐπιτετ. ἀντὶ προθυμέομαι, Εὐρ. Φοίν. 1678.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
désirer du fond du cœur.
Étymologie: ἐκ, προθυμέομαι.

Spanish (DGE)

desear τί δ' ἐκπροθυμῇ τῶνδ' ἀπηλλάχθαι γάμων; ¿por qué anhelas renunciar a esta boda? E.Ph.1678.

Greek Monotonic

ἐκπροθυμέομαι: δείχνω εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα ένθερμος ή ενθουσιώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροθῡμέομαι: страстно желать (ἀπηλλάχθαι τινός Eur.).