καταλούομαι: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλούομαι:''' Μέσ., [[ξοδεύω]] σε [[λουτρό]], <i>καταλόει</i> ([[χάριν]] μέτρου αντί <i>-λούει</i>), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταλούομαι:''' Μέσ., [[ξοδεύω]] σε [[λουτρό]], <i>καταλόει</i> ([[χάριν]] μέτρου αντί <i>-λούει</i>), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλούομαι:''' (2 л. sing. [[καταλόει]]) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλούομαι Medium diacritics: καταλούομαι Low diacritics: καταλούομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataloúomai Transliteration B: katalouomai Transliteration C: kataloyomai Beta Code: katalou/omai

English (LSJ)

Med.,

   A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλούομαι: (2 л. sing. καταλόει) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).