ἑκατόγχειρος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτόγχειρος:''' -ον ([[χείρ]]), αυτός που έχει [[εκατό]] χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-[[χειρ]], <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἑκᾰτόγχειρος:''' -ον ([[χείρ]]), αυτός που έχει [[εκατό]] χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-[[χειρ]], <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατόγχειρος:''' сторукий ([[Βριάρεως]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγχειρος Medium diacritics: ἑκατόγχειρος Low diacritics: εκατόγχειρος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΟΣ
Transliteration A: hekatóncheiros Transliteration B: hekatoncheiros Transliteration C: ekatogcheiros Beta Code: e(kato/gxeiros

English (LSJ)

ον,

   A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατόγχειρος: -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ Βριάρεως, ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.

English (Autenrieth)

hundred-handed, Il. 1.402†.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόγχειρος) -ον
centímanode Briareo Il.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.Ar.1.14.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόγχειρος: -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, , , σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόγχειρος: сторукий (Βριάρεως Hom.).