ὑποτρομέω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτρομέω:''' = [[ὑποτρέμω]], [[τρέμω]] [[κάτω]] από κάποιον, λέγεται για τα [[μέλη]], σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποτρομέω:''' = [[ὑποτρέμω]], [[τρέμω]] [[κάτω]] από κάποιον, λέγεται για τα [[μέλη]], σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτρομέω:''' немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρομέω Medium diacritics: ὑποτρομέω Low diacritics: υποτρομέω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΕΩ
Transliteration A: hypotroméō Transliteration B: hypotromeō Transliteration C: ypotromeo Beta Code: u(potrome/w

English (LSJ)

   A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95.    II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ὑποτρομέεσκον: tremble before.

Greek Monotonic

ὑποτρομέω: = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη, σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρομέω: немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.