γαλακτοπότης: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰλακτοπότης:''' -ου, ὁ ([[πίνω]]), αυτός που πίνει [[γάλα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''γᾰλακτοπότης:''' -ου, ὁ ([[πίνω]]), αυτός που πίνει [[γάλα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλακτοπότης:''' ου adj. m питающийся молоком Her., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A milk-drinker, Hdt.1.216, 4.186, E.El.169 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, der Milchtrinker, Her. 1, 216; Eur. El. 169.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων γάλα, Ἡρόδ. 1. 216., 4. 186, Εὐρ. Ἠλ. 169.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buveur de lait.
Étymologie: γάλα, R. Πο, boire, v. πίνω.
Spanish (DGE)
(γᾰλακτοπότης) -ου
bebedor de leche dicho de los escitas, Hdt.1.216, de los libios, Hdt.4.186, ἀνήρ E.El.169, χοῖρος γ. lechón, DP 4.46 (var.), cf. Orac.Sib.14.166.
Greek Monolingual
ο (Α γαλακτοπότης)
αυτός που πίνει κυρίως ή αποκλειστικά γάλα.
Greek Monotonic
γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει γάλα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτοπότης: ου adj. m питающийся молоком Her., Eur.