χόλιος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χόλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χόλος]]), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''χόλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χόλος]]), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χόλιος:''' и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλιος Medium diacritics: χόλιος Low diacritics: χόλιος Capitals: ΧΟΛΙΟΣ
Transliteration A: chólios Transliteration B: cholios Transliteration C: cholios Beta Code: xo/lios

English (LSJ)

α, ον,

   A angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).

Greek (Liddell-Scott)

χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.

Greek Monotonic

χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.