ποιηματικός: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ποίημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο [[ποίημα]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ποίημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο [[ποίημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποιημᾰτικός:''' поэтический Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A poetical, Plu.2.744f.
German (Pape)
[Seite 648] zum Gedichte gehörig, dichterisch, poetisch, Plut. Symp. 9, 14, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιημᾰτικός: -ή, -όν, ποιητικός, Πλούτ. 2. 744Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne un poème, poétique.
Étymologie: ποίημα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ποίημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα.
Russian (Dvoretsky)
ποιημᾰτικός: поэтический Plat.