αἱματοσταγής: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' <b class="num">1)</b> струящийся, истекающий или облитый кровью (νεκροί Aesch.; σώματα Eur.; Ἀέρόντιος [[σκόπελος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. обагренный кровью, запятнавший себя убийствами ([[ἔθνος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dégouttant de sang.
Étymologie: αἷμα, στάζω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτοστᾰγής) -ές
1 que gotea sangre φόνος A.A.1309, ἄχθος A.Ch.842, Ἀχερόντιός τε σκόπελος Ar.Ra.471, κηλίς E.Fr.871.
2 envuelto en sangre νεκροί A.Th.836, σώματα E.Supp.812.
Greek Monotonic
αἱμᾰτοστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτοστᾰγής: 1) струящийся, истекающий или облитый кровью (νεκροί Aesch.; σώματα Eur.; Ἀέρόντιος σκόπελος Arph.);
2) перен. обагренный кровью, запятнавший себя убийствами (ἔθνος Aesch.).