ψηφίς: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψηφίς:''' -ῑδος, ἡ, υποκορ. του [[ψῆφος]]·<br /><b class="num">1.</b> μικρή [[ψήφος]], [[λιθαράκι]], σε Ομήρ. Ιλ., σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πετραδάκι]] που χρησιμοποιούνταν στην [[αρίθμηση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ψηφίς:''' -ῑδος, ἡ, υποκορ. του [[ψῆφος]]·<br /><b class="num">1.</b> μικρή [[ψήφος]], [[λιθαράκι]], σε Ομήρ. Ιλ., σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πετραδάκι]] που χρησιμοποιούνταν στην [[αρίθμηση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψηφίς:''' ῖδος ἡ [[ψῆφος]] камешек Hom., Plut., Luc., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 31 December 2018
English (LSJ)
ῖδος (cf. Hdn.Gr.2.186), ἡ, Dim. of ψῆφος,
A small pebble, Il.21.260, Lex Solonis ap.Sch.Gen.Il.l.c., Democr.164, Luc.DMar.3.2. 2 pebble for reckoning, AP11.365 (Agath.). 3 tessellated work, Chor.p.86B. II gem or amulet worn in a ring, Long us 4.17, Alex.Trall. 11.1.
German (Pape)
[Seite 1397] ῖδος, ἡ, 1) ein kleiner Stein, ein Kiesel, Il. 21, 260. – 2) ein Edelstein im Ringe, Long. – 3) ein Steinchen zum Zählen, Rechnen, wie zum Stimmen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
petite pierre, caillou.
Étymologie: ψῆφος.
English (Autenrieth)
ῖδος: pebble, pl., Il. 21.260†.
Greek Monolingual
-ῑδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ψηφίδα.
Greek Monotonic
ψηφίς: -ῑδος, ἡ, υποκορ. του ψῆφος·
1. μικρή ψήφος, λιθαράκι, σε Ομήρ. Ιλ., σε Λουκ.
2. πετραδάκι που χρησιμοποιούνταν στην αρίθμηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψηφίς: ῖδος ἡ ψῆφος камешек Hom., Plut., Luc., Anth.