ὀστολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀστολόγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο [[οποίος]] έχει υποβληθεί στη [[διαδικασία]] της καύσης<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀστολόγοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |mltxt=[[ὀστολόγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο [[οποίος]] έχει υποβληθεί στη [[διαδικασία]] της καύσης<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀστολόγοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστολόγος:''' ὁ собиратель костей (заглавие одной из не дошедших до нас трагедий Эсхила). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λέγω B)
A collecting bones, Epil.7; Ὀστολόγοι, name of a tragedy by Aeschylus, Ath.15.667c.
German (Pape)
[Seite 400] die Knochen, Gebeine sammelnd, Titel einer Tragödie des Aeschylus bei Ath. XV, 667 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστολόγος: -ον, (λέγω Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.
Greek Monolingual
ὀστολόγος, -ον (Α)
1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης
2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].
Russian (Dvoretsky)
ὀστολόγος: ὁ собиратель костей (заглавие одной из не дошедших до нас трагедий Эсхила).