γλυκύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύδακρυς:''' υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы ([[Ἔρως]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκύδακρυς Medium diacritics: γλυκύδακρυς Low diacritics: γλυκύδακρυς Capitals: ΓΛΥΚΥΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: glykýdakrys Transliteration B: glykydakrys Transliteration C: glykydakrys Beta Code: gluku/dakrus

English (LSJ)

υ,

   A shedding sweet tears, Ἔρως AP7.419 (Mel.), 12.167 (Id.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύδακρυς: υ, ὁ γλυκέα δάκρυα κινῶν, ἔρως Ἀνθ. Π. 7. 419., 12. 167.

Spanish (DGE)

(γλῠκύδακρυς) -υ

• Prosodia: [-ῠ-]
que hace derramar dulces lágrimas Ἔρως AP 7.419, 12.167 (Mel.).

Greek Monolingual

γλυκύδακρυς, -υ (Α)
αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).

Greek Monotonic

γλῠκύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύδακρυς: υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы (Ἔρως Anth.).