τοξάριον: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοξάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του <i>τόξου</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''τοξάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του <i>τόξου</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοξάριον:''' (ᾰ) τό небольшой лук Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of τόξον, Luc.DMort.14.2, Longus 1.7, al.
German (Pape)
[Seite 1128] τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
τοξάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τόξον, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 14. 2. Λόγγος 1, 7. 2) = τόξον Μαυρίκ. 1, 2, Λέοντ. Τακτ. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit arc.
Étymologie: τόξον.
Greek Monotonic
τοξάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του τόξου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τοξάριον: (ᾰ) τό небольшой лук Luc.