ἀνακυκάω: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακῠκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακινώ]] και [[αναμειγνύω]], [[αναδεύω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀνακῠκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακινώ]] και [[αναμειγνύω]], [[αναδεύω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακῠκάω:''' смешивать, размешивать (φάρμακα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A stir up and mix, mix up, Θασίαν (sc. ἅλμην) , φάρμακα, Ar.Ach.671, Pl.302, cf. Thphr.CP6.1.5: metaph., τὸν λογισμόν Ph. 1.690.
German (Pape)
[Seite 194] durcheinander mischen, φάρμακα Ar. Pl. 302 u. öfter, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῠκάω: ἀνακινῶ καὶ ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω», Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 671, Πλ. 302 καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mélanger.
Étymologie: ἀνά, κυκάω.
Spanish (DGE)
revolver, mezclar τὰ φάρμακ' ἀνακυκῶσαν Ar.Pl.302, cf. Thphr.CP 6.1.5, οἱ δὲ Θασίαν (ἅλμην) ἀνακυκῶσι baten la (salmuera) de Tasos Ar.Ach.671, ἔλαιον Hp.Mul.2.162
•fig. ὁ δὲ ἀνακυκήσας ... τὸν ... λογισμόν Ph.1.690.
Greek Monotonic
ἀνακῠκάω: μέλ. -ήσω, ανακινώ και αναμειγνύω, αναδεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακῠκάω: смешивать, размешивать (φάρμακα Arph.).