δυσκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[δυσκοίλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]], ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[δυσκοιλιότητα]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[δυσκοίλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]], ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[δυσκοιλιότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκοίλιος:''' вредный для кишечника ([[δύσπεπτος]] καὶ δ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκοίλιος Medium diacritics: δυσκοίλιος Low diacritics: δυσκοίλιος Capitals: ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: dyskoílios Transliteration B: dyskoilios Transliteration C: dyskoilios Beta Code: duskoi/lios

English (LSJ)

ον,

   A bad for the bowels, Dsc.1.105, Plu.2.137a.    2 costive, Paul.Aeg.1.44.

German (Pape)

[Seite 682] einen harten Leib machend, unverdaulich, doch von δύσπεπτος verschieden, Ggstz εὐκοίλιος, Plut. de san. tuend. 408 ff.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκοίλιος: -ον, κακὸς διὰ τὴν κοιλίαν, δυσκοιλιότητα προξενῶν, Πλούτ. 2. 137Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le ventre est resserré, qui souffre de constipation.
Étymologie: δυσ-, κοιλία.

Spanish (DGE)

-ον
I de alimentos
1 malo para el intestino, perjudicial ὑπόκιρρος καὶ πρόσφατος ἐλαία Dsc.1.105.5, cf. Plu.2.137a.
2 astringente de la raya, Diph.Siph. en Ath.356c.
II de pers. estreñido ἐπὶ δὲ τῶν φύσει δυσκοιλίων Paul.Aeg.1.44.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α δυσκοίλιος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα, ο στυπτικός
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα.

Russian (Dvoretsky)

δυσκοίλιος: вредный для кишечника (δύσπεπτος καὶ δ. Plut.).