ἀγωνισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγωνισμός:''' ὁ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[άμιλλα]], [[ανταγωνισμός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀγωνισμός:''' ὁ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[άμιλλα]], [[ανταγωνισμός]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγωνισμός:''' ὁ борьба, соперничество, соревнование (πρὸς ἀλλήλους Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A rivalry, Th.7.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνισμός: ὁ, ἡ ἅμιλλα, Θουκ. 7.70.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 rivalidad πρὸς ἀλλήλους Th.7.70, ἦν ὁ ἀ. αὐτῶν πολύτροπος D.C.62.12.3.
2 fig. combate, lucha περιέμενον ἰδεῖν τὸν σὸν ἀγωνισμόν Ath.Al.V.Anton.10.3, cf. Anecd.Ludw.74.16.
Greek Monotonic
ἀγωνισμός: ὁ (ἀγωνίζομαι), άμιλλα, ανταγωνισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνισμός: ὁ борьба, соперничество, соревнование (πρὸς ἀλλήλους Thuc.).