νεκρών: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεκρών:''' -ῶνος, ὁ ([[νεκρός]]), [[τόπος]] ταφής των [[νεκρών]], κοιμητήριο, [[νεκροταφείο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νεκρών:''' -ῶνος, ὁ ([[νεκρός]]), [[τόπος]] ταφής των [[νεκρών]], κοιμητήριο, [[νεκροταφείο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεκρών:''' ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).
Greek (Liddell-Scott)
νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.
Greek Monolingual
νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].
Greek Monotonic
νεκρών: -ῶνος, ὁ (νεκρός), τόπος ταφής των νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νεκρών: ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth.