λιθαργύρινος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθαργύρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λιθάργυρος]]<br />αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.
|mltxt=[[λιθαργύρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λιθάργυρος]]<br />αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθαργύρῐνος:''' (ῠ) свинцово-серебристый Arst.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθαργύρῐνος Medium diacritics: λιθαργύρινος Low diacritics: λιθαργύρινος Capitals: ΛΙΘΑΡΓΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: lithargýrinos Transliteration B: lithargyrinos Transliteration C: lithargyrinos Beta Code: liqargu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or like λιθάργυρος, Arist.SE164b23.

German (Pape)

[Seite 44] aus λιθάργυρος gemacht, Arist. soph. elench. 1, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθαργύρῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς ἢ ὅμοιος πρὸς λιθάργυρον, Ἀριστοφ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1, 2.

Greek Monolingual

λιθαργύρινος, -ίνη, -ον (Α) λιθάργυρος
αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.

Russian (Dvoretsky)

λῐθαργύρῐνος: (ῠ) свинцово-серебристый Arst.